-
1 οικονομικός
-
2 οἰκονομικός
-
3 οικονομικος
I3занимающийся домашним хозяйством, умеющий вести хозяйство, хозяйственный Plat., Xen. etc.IIὅ домашний хозяин ( название одного из сочинений Ксенофонта) -
4 οικονομικός
η, ό[ν]1) экономический; финансовый;οικονομικά μέσα — финансовые средства;
οικονομική ανεξαρτησία — экономическая независимость;
οικονομικός αποκλεισμός — экономическая блокада;
οικονομικός εκβιασμός — экономический шантаж;
2) экономичный, выгодный; дешёвый;οικονομικές τιμές — доступные цены;
αυτό το ύφασμα είναι πολύ οικονομικό — эта ткань очень дешёвая;
περνάει οικονομική ζωή — он очень скромно живёт
-
5 οἰκονομικός
οἰκο-νομικός, ή, όν, die Verwaltung des Hauses betreffend, sie verstehend; ἡ οἰκονομική, sc. τέχνη, die Kunst des Haushaltens u. Wirtschaftens; τὰ οἰκονομικά, die Verwaltung des Vermögens; übh. Verwaltung, Leitung; τοῦ πολέμου, Einrichtung; ὁ οἰκονομικός, Schrift vom Haushalten -
6 οἰκονομικός
3 способный управлять хозяйством, хороший хозяин -
7 οικονομικός
[икономикос] επ. экономический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικονομικός
-
8 οικονομικός
[икономикос] επ экономический. -
9 οἰκονομικός
A practised in the management of a household or family, opp. πολιτικός, Pl.Alc.1.133e, Phdr. 248d, X.Oec.1.3, Arist.Pol. 1252a8, etc.: [comp] Sup., [ κτημάτων] τὸ βέλτιστον καὶ-ώτατον, of man, Phld.Oec.p.30 J.: hence, thrifty, frugal, economical, X.Mem.4.2.39, Phylarch.65 J. ([comp] Comp.): ὁ οἰ. title of treatise on the duties of domestic life, by Xenophon ; and τὰ οἰ. title of treatise on public finance, ascribed to Aristotle, cf. X.Cyr.8.1.14 : ἡ -κή (sc. τέχνη ) domestic economy, husbandry, Pl.Plt. 259c, X.Mem. 3.4.11, etc. ; οἰ. ἀρχή defined as ἡ τέκνων ἀρχὴ καὶ γυναικὸς καὶ τῆς οἰκίας πάσης, Arist.Pol. 1278b38 ; applied to patriarchal rule, ib. 1285b32. Adv.- κῶς Ph.2.426
, Plu.2.1126a ; also in literary sense, in a well ordered manner, Sch.Th.1.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκονομικός
-
10 οικονομικός
1) économe2) économique -
11 οικονομικός
1) ekonomiczny przym.2) gospodarczy przym.3) gospodarny przym.4) oszczędny przym. -
12 οικονομικός
1) ekonomický2) hospodárný3) hospodářský4) úsporný -
13 οικονομικός
1) economic2) financialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικονομικός
-
14 финансовый
οικονομικόςχρηματιστικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > финансовый
-
15 экономический
οικονομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономический
-
16 экономичный
οικονομικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экономичный
-
17 iktisatlı
οικονομικός, (insan) οικονόμος, φειδωλός -
18 économe
οικονομικός -
19 économique
οικονομικός -
20 ekonomický
οικονομικός
См. также в других словарях:
οἰκονομικός — practised in the management of a household masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: Οικονομική Εφορεία. 2. αυτός που κοστίζει λίγο, ο φτηνός: Η ζωή στην επαρχία είναι πιο οικονομική. 3. (ουσ.) οικονομική, η οικονομολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκονομικά — οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc pl οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομικά̱ , οἰκονομικός practised in the management of a household fem nom/voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτερον — οἰκονομικός practised in the management of a household adverbial comp οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc comp sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικῶν — οἰκονομικός practised in the management of a household fem gen pl οἰκονομικός practised in the management of a household masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικόν — οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτατα — οἰκονομικός practised in the management of a household adverbial superl οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομικώτατον — οἰκονομικός practised in the management of a household masc acc superl sg οἰκονομικός practised in the management of a household neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… … Dictionary of Greek